(η)(ουσ.)(απο το ρήμα τρέπω*)= μετατροπή, αλλαγή , μεταβολή:"η τροπή των πραγμάτων" || κατεύθυνση:"πήρε άλλη τροπή" || πληθ."τροπές ηλίου", τα ηλιοστάσια || μτφ. τροποποίηση *τρέπω(ρ.μτβ.αόρ.έτρεψα,τράπηκα)= δίνω τροπή, στρέφω, γυρίζω πρός, διευθύνω προς || μετατρέπω, αλλάζω || αμτβ. κατευθύνομαι || φρ."τρέπω σε φυγή"=κατανικώ (by Tropeas)